- νοικιάζω
- νοικιάζω, νοίκιασα βλ. πίν. 35
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
νοικιάζω — ενοικιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐνοικιάζω < ἐνοίκιον, με σίγηση τού αρκτικού ε ] … Dictionary of Greek
(ε)νοικιάζω — (ε)νοίκιασα, (ε)νοικιάστηκα, (ε)νοικιασμένος, μτβ. 1. μισθώνω, παίρνω κάτι με ενοίκιο ως ενοικιαστής, ως νοικάρης, το πιάνω: Ήρθα με νοικιασμένο αυτοκίνητο. 2. εκμισθώνω κάτι ιδιόκτητο σε ξένο με ενοίκιο: Νοίκιασα το διαμέρισμά μου σε υπάλληλο. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκμισθώνω — και εκμισθώ ( όω) (AM ἐκμισθῶ) παραχωρώ για χρήση περιουσιακό στοιχείο με μίσθωση, νοικιάζω αρχ. ἐκμισθοῡμαι παίρνω με μίσθωση, νοικιάζω ως ενοικιαστής … Dictionary of Greek
ενοικιάζω — και νοικιάζω (Μ ἐνοικιάζω και νοικιάζω [ενοίκιον] 1. παρέχω ως ιδιοκτήτης κάτι με ενοίκιο, εκμισθώνω 2. παίρνω ως ενοικιαστής κάτι με ενοίκιο, μισθώνω 3. (για τα ενοικιαζόμενα) παρέχομαι, δίνομαι σε κάποιον με ενοίκιο … Dictionary of Greek
-ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… … Dictionary of Greek
αναμισθώνω — (Α ἀναμισθοῡμαι, όομαι) 1. (για ιδιοκτήτες) μισθώνω εκ νέου, δίνω πάλι κάτι παίρνοντας ενοίκιο, ξαναμισθώνω 2. (για ενοικιαστές) νοικιάζω πάλι, παίρνω κάτι ξανά δίνοντας ενοίκιο, ξανανοικιάζω (στα αρχ. σε χρ. το παθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά + μισθώνω … Dictionary of Greek
αποδίδω — κ. δίνω (AM ἀποδίδωμι, Μ κ. ἀποδίδω) 1. δίνω πίσω, επιστρέφω 2. παραχωρώ σε κάποιον κάτι, του επιτρέπω να κάνει κάτι 3. παραδίνω την ψυχή, πεθαίνω 4. εκτελώ εργασία κατά τρόπο ικανοποιητικό 5. (για κτήμα ή επιχείρηση) αποφέρω κέρδος, παράγω 6.… … Dictionary of Greek
εκδίδω — (AM ἐκδίδωμι, Μ και ἐκδίδω) 1. συλλαμβάνω εγκληματία και τόν παραδίδω στις αρχές τού κράτους του για να δικαστεί εκεί 2. επιστρέφω κάτι που άρπαξα 3. (για συγγραφικά έργα, αντίγραφα, έντυπα, εικόνες κ.λπ.) θέτω σε κυκλοφορία, δημοσιεύω σε πολλά… … Dictionary of Greek
εκλαμβάνω — (AM ἐκλαμβάνω) αντιλαμβάνομαι, εννοώ ή ερμηνεύω κάτι με κάποιον τρόπο ή έννοια («τόν εξέλαβε ως κακοποιό», «η υποχωρητικότητα εκλαμβάνεται ως αδυναμία») μσν. 1. προβάλλω ένσταση 2. αισθάνομαι 3. νοικιάζω αρχ. 1. παίρνω κάτι από κάποιον 2. αρπάζω… … Dictionary of Greek
ιματιομίσθης — ἱματιομίσθης, ὁ (Α) αυτός που έδινε με ενοίκιο θεατρικά κοστούμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + μισθῶ «νοικιάζω, εκμισθώνω»] … Dictionary of Greek